Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

πεισίμβροτος
πεῖσις
πεισιχάλινος
πεῖσμα1
πεῖσμα2
πεισματικός
πεισμάτιον
πεισμάτιος
πεισμονή
πείσομαι
πεῖσος
πειστέον
πειστήρ
πειστήριος
πειστικός
πείχισον
πειώλης
πέκος
πεκούλιον
πέκτειον
πεκτέω
View word page
πεῖσος
πεῖσος, τό,
A). v. πίσεα .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
πεῖσος
Headword (normalized):
πεῖσος
Headword (normalized/stripped):
πεισος
IDX:
80371
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-80372
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">πεῖσος</span>, <span class="gen greek">τό</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">πίσεα</span> .</div> </div><br><br>'}