Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

πεισιθάνατος
πεισίμβροτος
πεῖσις
πεισιχάλινος
πεῖσμα1
πεῖσμα2
πεισματικός
πεισμάτιον
πεισμάτιος
πεισμονή
πείσομαι
πεῖσος
πειστέον
πειστήρ
πειστήριος
πειστικός
πείχισον
πειώλης
πέκος
πεκούλιον
πέκτειον
View word page
πείσομαι
πείσομαι, fut. Med. of πείθω.
II). fut. of πάσχω.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
πείσομαι
Headword (normalized):
πείσομαι
Headword (normalized/stripped):
πεισομαι
IDX:
80370
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-80371
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">πείσομαι</span>, fut. Med. of <span class="foreign greek">πείθω</span>. <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-2"> <span><strong>II).</strong></span> fut. of <span class="foreign greek">πάσχω</span>.</div> </div><br><br>'}