Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

πειρατήριος
πειρατής
πειρατικός
πειράω
πειρήθηξαι
πειρήν
πειρητίζω
πείρινς
πείρω
πεῖσα
πείσει
Πεισιανάκτειος
πεισίβροτος
πεισιθάνατος
πεισίμβροτος
πεῖσις
πεισιχάλινος
πεῖσμα1
πεῖσμα2
πεισματικός
πεισμάτιον
View word page
πείσει
πείσει,
A). v. τίνω .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
πείσει
Headword (normalized):
πείσει
Headword (normalized/stripped):
πεισει
IDX:
80357
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-80358
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">πείσει</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">τίνω</span> .</div> </div><br><br>'}