Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

πειρασμός
πειραστής
πειραστικός
πειρατέον
πειρατεύω
πειρατήριον
πειρατήριος
πειρατής
πειρατικός
πειράω
πειρήθηξαι
πειρήν
πειρητίζω
πείρινς
πείρω
πεῖσα
πείσει
Πεισιανάκτειος
πεισίβροτος
πεισιθάνατος
πεισίμβροτος
View word page
πειρήθηξαι
πειρήθηξαι· πεῖραν λαμβάνῃ, Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
πειρήθηξαι
Headword (normalized):
πειρήθηξαι
Headword (normalized/stripped):
πειρηθηξαι
IDX:
80351
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-80352
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">πειρήθηξαι· </span> <span class="foreign greek">πεῖραν λαμβάνῃ</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}