Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

πεικαμμαῖς
πεῖν
πεῖνα1
πείνα2
πειναλέος
πεινάω
πεινέω
πείνη
πεινητικός
πεινώδης
πεινωλκός
πεῖρα1
πειρά2
πειράζω
Πειραιεύς
πειραϊκός
πειραίνω
πεῖραρ
πείρασις
πειρασμός
πειραστής
View word page
πεινωλκός
πειν-ωλκός, όν, dub. in Hymn.Is. 55 .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
πεινωλκός
Headword (normalized):
πεινωλκός
Headword (normalized/stripped):
πεινωλκος
IDX:
80332
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-80333
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">πειν-ωλκός</span>, <span class="itype greek">όν</span>, dub. in <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">Hymn.Is.</span> 55 </span>.</div><br><br>'}