Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

Πειθώ
πεικαμμαῖς
πεῖν
πεῖνα1
πείνα2
πειναλέος
πεινάω
πεινέω
πείνη
πεινητικός
πεινώδης
πεινωλκός
πεῖρα1
πειρά2
πειράζω
Πειραιεύς
πειραϊκός
πειραίνω
πεῖραρ
πείρασις
πειρασμός
View word page
πεινώδης
πειν-ώδης, ες, = foreg., Gal. 7.576 .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
πεινώδης
Headword (normalized):
πεινώδης
Headword (normalized/stripped):
πεινωδης
IDX:
80331
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-80332
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">πειν-ώδης</span>, <span class="itype greek">ες</span>, = foreg., <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Gal.</span> 7.576 </span>.</div><br><br>'}