Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

πειθός
πείθω
Πειθώ
πεικαμμαῖς
πεῖν
πεῖνα1
πείνα2
πειναλέος
πεινάω
πεινέω
πείνη
πεινητικός
πεινώδης
πεινωλκός
πεῖρα1
πειρά2
πειράζω
Πειραιεύς
πειραϊκός
πειραίνω
πεῖραρ
View word page
πείνη
πείν-η,
A). v. πεῖνα .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
πείνη
Headword (normalized):
πείνη
Headword (normalized/stripped):
πεινη
IDX:
80329
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-80330
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">πείν-η</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">πεῖνα</span> .</div> </div><br><br>'}