Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

πειθοδικαιόσυνος
πειθός
πείθω
Πειθώ
πεικαμμαῖς
πεῖν
πεῖνα1
πείνα2
πειναλέος
πεινάω
πεινέω
πείνη
πεινητικός
πεινώδης
πεινωλκός
πεῖρα1
πειρά2
πειράζω
Πειραιεύς
πειραϊκός
πειραίνω
View word page
πεινέω
πειν-έω, Ion. for foreg., Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
πεινέω
Headword (normalized):
πεινέω
Headword (normalized/stripped):
πεινεω
IDX:
80328
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-80329
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">πειν-έω</span>, Ion. for foreg., <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}