Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

πείθαρχος
πειθήμων
πειθήνιος
πειθοδικαιόσυνος
πειθός
πείθω
Πειθώ
πεικαμμαῖς
πεῖν
πεῖνα1
πείνα2
πειναλέος
πεινάω
πεινέω
πείνη
πεινητικός
πεινώδης
πεινωλκός
πεῖρα1
πειρά2
πειράζω
View word page
πείνα2
πείνα,
A). v. πίννα ; cf. πινώτιον.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
πείνα2
Headword (normalized):
πείνα
Headword (normalized/stripped):
πεινα2
IDX:
80325
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-80326
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">πείνα</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">πίννα</span> ; cf. <span class="foreign greek">πινώτιον</span>.</div> </div><br><br>'}