Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
πειθαρχία
πειθαρχικός
πείθαρχος
πειθήμων
πειθήνιος
πειθοδικαιόσυνος
πειθός
πείθω
Πειθώ
πεικαμμαῖς
πεῖν
πεῖνα1
πείνα2
πειναλέος
πεινάω
πεινέω
πείνη
πεινητικός
πεινώδης
πεινωλκός
πεῖρα1
View word page
πεῖν
πεῖν
, later form for
πιεῖν
, V.
πίνω
.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
πεῖν
Headword (normalized):
πεῖν
Headword (normalized/stripped):
πειν
IDX:
80323
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-80324
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">πεῖν</span>, later form for <span class="foreign greek">πιεῖν</span>, V. <span class="foreign greek">πίνω</span>.</div><br><br>'}