Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

πεζοπόρος
πεζός
πεζότης
πεζοφανής
πεζοφόρος
πεῖ1
πεῖ2
Πεῖα
πειθανάγκη
πειθαναλογία
πειθάνιος
πειθανός
πειθάνωρ
πειθαρχέω
πειθάρχησις
πειθαρχία
πειθαρχικός
πείθαρχος
πειθήμων
πειθήνιος
πειθοδικαιόσυνος
View word page
πειθάνιος
πειθ-άνιος [ᾱ], Dor. for πειθήνιος.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
πειθάνιος
Headword (normalized):
πειθάνιος
Headword (normalized/stripped):
πειθανιος
IDX:
80308
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-80309
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">πειθ-άνιος</span> <span class="pron greek">[ᾱ]</span>, Dor. for <span class="foreign greek">πειθήνιος</span>.</div><br><br>'}