Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

πέδορτος
πέδορτος
πεδόσε
Πεδοσείων
Πεδοσκαφής
Πεδοστιβής
Πεδοτριβής
Πέδοτριψ
πέδουρος
πέδων
πεδωριστός
πεδώρυχος
πέζᾰ
πεζακοντιστής
πεζαρχέω
πέζαρχος
πεζέμπορος
πεζέταιροι
πεζευτικός
πεζεύω
πεζῇ
View word page
πεδωριστός
πεδωριστός,
A). v. πέλωρος .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
πεδωριστός
Headword (normalized):
πεδωριστός
Headword (normalized/stripped):
πεδωριστος
IDX:
80263
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-80264
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">πεδωριστός</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">πέλωρος</span> .</div> </div><br><br>'}