Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

πεδιών
πεδοβάμων
πεδόεις
πέδοθεν
πέδοι
πέδοικος
πεδοιχνέω
πεδοκοίτης
πέδον
πέδονδε
πεδορραντήριον
πέδορτος
πέδορτος
πεδόσε
Πεδοσείων
Πεδοσκαφής
Πεδοστιβής
Πεδοτριβής
Πέδοτριψ
πέδουρος
πέδων
View word page
πεδορραντήριον
πεδορραντήριον, τό,
A). v. ῥαντήριος .


ShortDef

defilement

Debugging

Headword:
πεδορραντήριον
Headword (normalized):
πεδορραντήριον
Headword (normalized/stripped):
πεδορραντηριον
IDX:
80252
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-80253
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">πεδορραντήριον</span>, <span class="gen greek">τό</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">ῥαντήριος</span> .</div> </div><br><br>'}