Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

πεδιάλλω
πεδιανόμος
πεδιάς
πεδιασιμαῖος
πεδιάσιος
πεδιεινός
πεδιεῖς
πεδίζω
πεδιήρης
πέδιλον
πεδινός
πέδιον1
πεδίον2
πεδίονδε
πεδιονόμος
πέδιjος
πεδιοῦχος
πεδιοφύλαξ
πεδίσκη
Πεδιώ
πεδιώδης
View word page
πεδινός
πεδινός,
A). v. πεδιεινός .


ShortDef

flat, level

Debugging

Headword:
πεδινός
Headword (normalized):
πεδινός
Headword (normalized/stripped):
πεδινος
IDX:
80231
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-80232
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">πεδινός</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">πεδιεινός</span> .</div> </div><br><br>'}