πέδιλον
πέδῑλον, Aeol. πέδιλλον in An.Ox. 2.239 : τό :(πέδη):— mostly in pl.,
A). sandals, ἀμφὶ πόδεσσιν .. ἀράρισκε π., τάμνων δέρμα βόειον ; 14.23 ὑπὸ ποσσὶν ἐδήσατο καλὰ π. ἀμβρόσια χρύσεια, τά μιν φέρον ἠμὲν ἐφ’ ὑγρὴν ἠδ’ ἐπ’ ἀπείρονα γαῖαν, of Hermes, ; of Athena, 24.340 ; 1.96 πτερόεντα π. Sc. 220 ; ποτανά El. 460 (lyr.).
II). any covering for the feet, shoes or boots, π. ἐς γόνυ ἀνατείνοντα ; 7.67 περὶ τοὺς πόδας τε καὶ τὰς κνήμας π. νεβρῶν ib. 75 , cf. P. 4.95 , Thes. 3 ; ἱμάτιον καθαρὸν καὶ καινὰ π. Av. 973 .
III). metaph., Δωρίῳ φωνὰν ἐναρμόξαι π., i.e. to write in Doric rhythm (cf. πούς), O. 3.5 ; also ἐν τούτῳ π. πόδ’ ἔχειν to have one's foot in this shoe, i.e. to be in this condition or fortune, ib. 6.8 .