Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

πεδάΕοικος
πεδαοριστής
πεδάορος
πεδάρσιος
πεδαρτάω
πεδαρτάσεις
πέδασος
πεδατρέπω
πεδαυγάζω
πεδαφορά
πέδαχνον
πεδάω
πεδαωριστής
πεδέχω
πέδη
πεδήορος
πεδητής
πεδήτης
πεδιακός
πεδιάλλω
πεδιανόμος
View word page
πέδαχνον
πέδαχνον, πεδαχνόομαι,
A). v. πετ- .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
πέδαχνον
Headword (normalized):
πέδαχνον
Headword (normalized/stripped):
πεδαχνον
IDX:
80212
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-80213
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">πέδαχνον</span>, <span class="orth greek">πεδαχνόομαι</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">πετ-</span> .</div> </div><br><br>'}