Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

πεδάμαρος
πεδαμείβω
πεδανός
πεδάΕοικος
πεδαοριστής
πεδάορος
πεδάρσιος
πεδαρτάω
πεδαρτάσεις
πέδασος
πεδατρέπω
πεδαυγάζω
πεδαφορά
πέδαχνον
πεδάω
πεδαωριστής
πεδέχω
πέδη
πεδήορος
πεδητής
πεδήτης
View word page
πεδατρέπω
πεδατρέπω,
A). v. μετατρέπω .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
πεδατρέπω
Headword (normalized):
πεδατρέπω
Headword (normalized/stripped):
πεδατρεπω
IDX:
80209
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-80210
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">πεδατρέπω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">μετατρέπω</span> .</div> </div><br><br>'}