Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ἀνδρομήκης
ἀνδρομηκιαῖος
ἀνδρομητὸν
ἀνδρόμορφος
ἄνδρομος
ἀνδρονομέομαι
ἀνδροπλήθεια
ἀνδροποιός
ἀνδρόπορνος
ἀνδροπορφυρεύς
ἀνδροπρόσωπος
ἀνδρόπρῳρος
ἀνδροσάθων
ἀνδρόσαιμον
ἀνδρόσακες
ἀνδρόσινις
ἀνδρόστροφος
ἀνδροσύνη
ἀνδροσφαγεῖον
ἄνδροσφιγξ
ἀνδροσώτειρα
View word page
ἀνδροπρόσωπος
ἀνδρο-πρόσωπος, ον, = sq., Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἀνδροπρόσωπος
Headword (normalized):
ἀνδροπρόσωπος
Headword (normalized/stripped):
ανδροπροσωπος
IDX:
8020
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-8021
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἀνδρο-πρόσωπος</span>, <span class="itype greek">ον</span>, = sq., <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}