Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

πέδαλα
πεδάμαρος
πεδαμείβω
πεδανός
πεδάΕοικος
πεδαοριστής
πεδάορος
πεδάρσιος
πεδαρτάω
πεδαρτάσεις
πέδασος
πεδατρέπω
πεδαυγάζω
πεδαφορά
πέδαχνον
πεδάω
πεδαωριστής
πεδέχω
πέδη
πεδήορος
πεδητής
View word page
πέδασος
πέδασος, dub. sens. in UPZ 149 i 19 (iii/ii B. C.).


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
πέδασος
Headword (normalized):
πέδασος
Headword (normalized/stripped):
πεδασος
IDX:
80208
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-80209
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">πέδασος</span>, dub. sens. in <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">UPZ</span> 149 i 19 </span> (iii/ii B. C.).</div><br><br>'}