Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

Πεδαγείτνυος
πεδάγρετος
πεδάγω
πεδαίρω
πεδαίχμιος
πέδαλα
πεδάμαρος
πεδαμείβω
πεδανός
πεδάΕοικος
πεδαοριστής
πεδάορος
πεδάρσιος
πεδαρτάω
πεδαρτάσεις
πέδασος
πεδατρέπω
πεδαυγάζω
πεδαφορά
πέδαχνον
πεδάω
View word page
πεδαοριστής
πεδαοριστής,
A). v. πεδαωριστής .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
πεδαοριστής
Headword (normalized):
πεδαοριστής
Headword (normalized/stripped):
πεδαοριστης
IDX:
80203
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-80204
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">πεδαοριστής</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">πεδαωριστής</span> .</div> </div><br><br>'}