Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
ἀνδρόμεος
ἀνδρομήκης
ἀνδρομηκιαῖος
ἀνδρομητὸν
ἀνδρόμορφος
ἄνδρομος
ἀνδρονομέομαι
ἀνδροπλήθεια
ἀνδροποιός
ἀνδρόπορνος
ἀνδροπορφυρεύς
ἀνδροπρόσωπος
ἀνδρόπρῳρος
ἀνδροσάθων
ἀνδρόσαιμον
ἀνδρόσακες
ἀνδρόσινις
ἀνδρόστροφος
ἀνδροσύνη
ἀνδροσφαγεῖον
ἄνδροσφιγξ
View word page
ἀνδροπορφυρεύς
ἀνδρο-πορφυρεύς·
ἀνδροκογχυλευτής, ἀναλέγων τὰς κόγχλσυς,
Hsch.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
ἀνδροπορφυρεύς
Headword (normalized):
ἀνδροπορφυρεύς
Headword (normalized/stripped):
ανδροπορφυρευς
IDX:
8019
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-8020
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἀνδρο-πορφυρεύς·</span> <span class="foreign greek">ἀνδροκογχυλευτής, ἀναλέγων τὰς κόγχλσυς,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}