Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

παχύφλοιος
παχύφρων
παχύφωνος
παχυχειλής
παχύχυμος
πάων
παώταρ
πε
πεδά
Πεδαγείτνυος
πεδάγρετος
πεδάγω
πεδαίρω
πεδαίχμιος
πέδαλα
πεδάμαρος
πεδαμείβω
πεδανός
πεδάΕοικος
πεδαοριστής
πεδάορος
View word page
πεδάγρετος
πεδάγρετος, ον, Aeol. for *μετάγρετος (ἀγρέω), in neut. sg., glossed μεταμέλητον, μεταληπτόν, ποικίλον, μεταδίωκτον, Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
πεδάγρετος
Headword (normalized):
πεδάγρετος
Headword (normalized/stripped):
πεδαγρετος
IDX:
80194
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-80195
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">πεδάγρετος</span>, <span class="itype greek">ον</span>, Aeol. for *<span class="foreign greek">μετάγρετος </span>(<span class="etym greek">ἀγρέω</span>), in neut. sg., glossed <span class="foreign greek">μεταμέλητον, μεταληπτόν, ποικίλον, μεταδίωκτον</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}