Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

παχύνοος
πάχυνσις
παχυντικός
παχύνω
παχύπους
παχύριν
παχύρραβδος
παχύρριζος
παχύρρυγχος
παχύς
πᾶχυς
παχύσαρκος
παχυσκελής
πάχυσμα
παχυσμός
παχύσπερμος
παχύστομος
παχύτης
παχυτράχηλος
παχύφλοιος
παχύφρων
View word page
πᾶχυς
πᾶχυς, Aeol. for πῆχυς.


ShortDef

forearm

Debugging

Headword:
πᾶχυς
Headword (normalized):
πᾶχυς
Headword (normalized/stripped):
παχυς
IDX:
80175
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-80176
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">πᾶχυς</span>, Aeol. for <span class="foreign greek">πῆχυς</span>.</div><br><br>'}