Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ἀνδρολήψιον
ἀνδρολογεῖον
ἀνδρολογέω
ἀνδρολογία
ἀνδρομανέω
ἀνδρομανής
ἀνδρομάχος
Ἀνδρομέδα
ἀνδρόμεος
ἀνδρομήκης
ἀνδρομηκιαῖος
ἀνδρομητὸν
ἀνδρόμορφος
ἄνδρομος
ἀνδρονομέομαι
ἀνδροπλήθεια
ἀνδροποιός
ἀνδρόπορνος
ἀνδροπορφυρεύς
ἀνδροπρόσωπος
ἀνδρόπρῳρος
View word page
ἀνδρομηκιαῖος
ἀνδρο-μηκιαῖος, ον, = foreg., POxy. 896 (iv A. D.).


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἀνδρομηκιαῖος
Headword (normalized):
ἀνδρομηκιαῖος
Headword (normalized/stripped):
ανδρομηκιαιος
IDX:
8011
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-8012
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἀνδρο-μηκιαῖος</span>, <span class="itype greek">ον</span>, = foreg., <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">POxy.</span> 896 </span> (iv A. D.).</div><br><br>'}