Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

πατροκασίγνητος
Πάτροκλος
πατροκόμος
πατροκτονέω
πατροκτονία
πατροκτόνιον
πατροκτόνος
πατρολάθησις
πατρολέτωρ
πατρολοός
πατρολῴας
πατρομήτωρ
πατρομύστης
πατρονομέω
πατρονομία
πατρονομικός
πατρόνομος
πατροπαράδοσις
πατροπαράδοτος
πατροπάτωρ
πατροποίητος
View word page
πατρολῴας
πατρ-ολῴας,
A). v. πατραλοίας .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
πατρολῴας
Headword (normalized):
πατρολῴας
Headword (normalized/stripped):
πατρολωας
IDX:
80059
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-80060
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">πατρ-ολῴας</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">πατραλοίας</span> .</div> </div><br><br>'}