Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
πατροκασιγνήτη
πατροκασίγνητος
Πάτροκλος
πατροκόμος
πατροκτονέω
πατροκτονία
πατροκτόνιον
πατροκτόνος
πατρολάθησις
πατρολέτωρ
πατρολοός
πατρολῴας
πατρομήτωρ
πατρομύστης
πατρονομέω
πατρονομία
πατρονομικός
πατρόνομος
πατροπαράδοσις
πατροπαράδοτος
πατροπάτωρ
View word page
πατρολοός
πατρ-ολοός
,
ὁ
, = foreg.,
PMasp.
353.7
(vi A. D.).
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
πατρολοός
Headword (normalized):
πατρολοός
Headword (normalized/stripped):
πατρολοος
IDX:
80058
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-80059
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">πατρ-ολοός</span>, <span class="gen greek">ὁ</span>, = foreg., <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">PMasp.</span> 353.7 </span> (vi A. D.).</div><br><br>'}