Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

πατρογέρων
πατροδίδακτος
πατροδώρητος
πατρόθεν
πατροκασιγνήτη
πατροκασίγνητος
Πάτροκλος
πατροκόμος
πατροκτονέω
πατροκτονία
πατροκτόνιον
πατροκτόνος
πατρολάθησις
πατρολέτωρ
πατρολοός
πατρολῴας
πατρομήτωρ
πατρομύστης
πατρονομέω
πατρονομία
πατρονομικός
View word page
πατροκτόνιον
πατρο-κτόνιον,
A). parricidium, Gloss.


ShortDef

parricidium

Debugging

Headword:
πατροκτόνιον
Headword (normalized):
πατροκτόνιον
Headword (normalized/stripped):
πατροκτονιον
IDX:
80054
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-80055
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">πατρο-κτόνιον</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">parricidium,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Gloss.</span> </span> </div> </div><br><br>'}