Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ἀνδροκτονέω
ἀνδροκτόνος
ἀνδρόλαλος
ἀνδρολέτειρα
ἀνδρολήμη
ἀνδροληπτέω
ἀνδροληψία
ἀνδρολήψιον
ἀνδρολογεῖον
ἀνδρολογέω
ἀνδρολογία
ἀνδρομανέω
ἀνδρομανής
ἀνδρομάχος
Ἀνδρομέδα
ἀνδρόμεος
ἀνδρομήκης
ἀνδρομηκιαῖος
ἀνδρομητὸν
ἀνδρόμορφος
ἄνδρομος
View word page
ἀνδρολογία
ἀνδρο-λογία, : κατ’ ἀνδρολογίαν, κατ’ ἀνδραλογίαν, κατ’ ἀνδρολογεῖον, ff.ll. in LXX 2 Ma. 12.43 for κατ’ ἄνδρα λογείαν.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἀνδρολογία
Headword (normalized):
ἀνδρολογία
Headword (normalized/stripped):
ανδρολογια
IDX:
8004
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-8005
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἀνδρο-λογία</span>, <span class="gen greek">ἡ</span> : <span class="foreign greek">κατ’ ἀνδρολογίαν, κατ’ ἀνδραλογίαν, κατ’ ἀνδρολογεῖον,</span> ff.ll. in <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0527.tlg024:12:43" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0527.tlg024:12.43/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">LXX</span> <span class="title" style="font-style: italic;">2 Ma.</span> 12.43 </a> for <span class="foreign greek">κατ’ ἄνδρα λογείαν.</span> </div><br><br>'}