Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ἀνδροκτάστης
ἀνδροκτονεῖον
ἀνδροκτονέω
ἀνδροκτόνος
ἀνδρόλαλος
ἀνδρολέτειρα
ἀνδρολήμη
ἀνδροληπτέω
ἀνδροληψία
ἀνδρολήψιον
ἀνδρολογεῖον
ἀνδρολογέω
ἀνδρολογία
ἀνδρομανέω
ἀνδρομανής
ἀνδρομάχος
Ἀνδρομέδα
ἀνδρόμεος
ἀνδρομήκης
ἀνδρομηκιαῖος
ἀνδρομητὸν
View word page
ἀνδρολογεῖον
ἀνδρο-λογεῖον, τό,
A). v. ἀνδρολογία.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἀνδρολογεῖον
Headword (normalized):
ἀνδρολογεῖον
Headword (normalized/stripped):
ανδρολογειον
IDX:
8002
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-8003
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἀνδρο-λογεῖον</span>, <span class="gen greek">τό</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">ἀνδρολογία.</span> </div> </div><br><br>'}