Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
ἀνδροκοιτέω
ἀνδροκόνος
ἀνδροκόρινθος
ἀνδροκτασία
ἀνδροκτάστης
ἀνδροκτονεῖον
ἀνδροκτονέω
ἀνδροκτόνος
ἀνδρόλαλος
ἀνδρολέτειρα
ἀνδρολήμη
ἀνδροληπτέω
ἀνδροληψία
ἀνδρολήψιον
ἀνδρολογεῖον
ἀνδρολογέω
ἀνδρολογία
ἀνδρομανέω
ἀνδρομανής
ἀνδρομάχος
Ἀνδρομέδα
View word page
ἀνδρολήμη
ἀνδρο-λήμη
,
ἡ
, (λῆμἀ
A).
=
ἀνδρόβουλος
,
Hsch.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
ἀνδρολήμη
Headword (normalized):
ἀνδρολήμη
Headword (normalized/stripped):
ανδρολημη
IDX:
7998
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-7999
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἀνδρο-λήμη</span>, <span class="gen greek">ἡ</span> <span class="foreign greek">, (λῆμἀ</span> <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> = <span class="ref greek">ἀνδρόβουλος</span> , <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div> </div><br><br>'}