Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ἀνδροκάπηλος
ἀνδροκάπραινα
ἀνδροκάς
ἀνδροκάδες
ἀνδρόκλας
ἀνδροκμής
ἀνδρόκμητος
ἀνδροκόβαλος
ἀνδροκογχυλευτής
ἀνδροκοιτέω
ἀνδροκόνος
ἀνδροκόρινθος
ἀνδροκτασία
ἀνδροκτάστης
ἀνδροκτονεῖον
ἀνδροκτονέω
ἀνδροκτόνος
ἀνδρόλαλος
ἀνδρολέτειρα
ἀνδρολήμη
ἀνδροληπτέω
View word page
ἀνδροκόνος
ἀνδρο-κόνος, ον,
A). = ἀνδροκτόνος (q.v.), AB 394 , Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἀνδροκόνος
Headword (normalized):
ἀνδροκόνος
Headword (normalized/stripped):
ανδροκονος
IDX:
7989
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-7990
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἀνδρο-κόνος</span>, <span class="itype greek">ον</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> = <span class="ref greek">ἀνδροκτόνος</span> (q.v.), <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">AB</span> 394 </span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div> </div><br><br>'}