Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

παρωνυμέω
παρωνύμησις
παρωνυμία
παρωνυμιάζω
παρωνυμίασμα
παρωνύμιος
παρώνυμος
παρωνυχία
παρωνυχίς
πάρῳον
παρώπανος
παρωπία1
παρώπια2
παρωπίς
παρωραϊσμός
παρώρεια
παρωρείτης
παρωρμημένως
πάρωρος
παρωροφίς
παρώτιον
View word page
παρώπανος
παρώπανος (-όπ-cod.)· ἐμβρόντητος, Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
παρώπανος
Headword (normalized):
παρώπανος
Headword (normalized/stripped):
παρωπανος
IDX:
79883
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-79884
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">παρώπανος</span> (<span class="foreign greek">-όπ</span>-cod.)<span class="foreign greek">· ἐμβρόντητος</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}