Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ἀνδρόθηλυς
ἀνδροθνής
ἀνδροκάπηλος
ἀνδροκάπραινα
ἀνδροκάς
ἀνδροκάδες
ἀνδρόκλας
ἀνδροκμής
ἀνδρόκμητος
ἀνδροκόβαλος
ἀνδροκογχυλευτής
ἀνδροκοιτέω
ἀνδροκόνος
ἀνδροκόρινθος
ἀνδροκτασία
ἀνδροκτάστης
ἀνδροκτονεῖον
ἀνδροκτονέω
ἀνδροκτόνος
ἀνδρόλαλος
ἀνδρολέτειρα
View word page
ἀνδροκογχυλευτής
ἀνδρο-κογχυλευτής, οῦ, ,
A). v. ἀνδροπορφυρεύς.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἀνδροκογχυλευτής
Headword (normalized):
ἀνδροκογχυλευτής
Headword (normalized/stripped):
ανδροκογχυλευτης
IDX:
7987
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-7988
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἀνδρο-κογχυλευτής</span>, <span class="itype greek">οῦ</span>, <span class="gen greek">ὁ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">ἀνδροπορφυρεύς.</span> </div> </div><br><br>'}