Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
παρωκεανῖται
παρωκεανῖτις
παρωλένιος
παρώμαλος
παρωμίς
παρών
παρωνυμέω
παρωνύμησις
παρωνυμία
παρωνυμιάζω
παρωνυμίασμα
παρωνύμιος
παρώνυμος
παρωνυχία
παρωνυχίς
πάρῳον
παρώπανος
παρωπία1
παρώπια2
παρωπίς
παρωραϊσμός
View word page
παρωνυμίασμα
παρωνῠμ-ίασμα
,
ατος
,
τό
,
A).
by-name
,
Hsch.
s.v.
παρώμφημα
.
ShortDef
by-name
Debugging
Headword:
παρωνυμίασμα
Headword (normalized):
παρωνυμίασμα
Headword (normalized/stripped):
παρωνυμιασμα
IDX:
79877
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-79878
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">παρωνῠμ-ίασμα</span>, <span class="itype greek">ατος</span>, <span class="gen greek">τό</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">by-name</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> s.v. <span class="ref greek">παρώμφημα</span> .</div> </div><br><br>'}