Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

παρυπτιάω
παρυφαίνω
παρύφασμα
παρυφή
παρυφής
παρυφιζάνω
παρυφίστημι
πάρφαινε
πάρφυκτος
παρῴα
παρώας
παρῳδέω
παρῳδή
παρῳδητέον
παρῳδία
παρῳδικός
παρωθέω
παρωκεάνιος
παρωκεανῖται
παρωκεανῖτις
παρωλένιος
View word page
παρώας
παρώας,
A). v. παρείας .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
παρώας
Headword (normalized):
παρώας
Headword (normalized/stripped):
παρωας
IDX:
79859
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-79860
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">παρώας</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">παρείας</span> .</div> </div><br><br>'}