Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
ἀνδροδάμας
ἀνδροδμής
ἀνδρόδομος
ἀνδροελής
ἀνδροθέα
ἀνδρόθεν
ἀνδρόθηλυς
ἀνδροθνής
ἀνδροκάπηλος
ἀνδροκάπραινα
ἀνδροκάς
ἀνδροκάδες
ἀνδρόκλας
ἀνδροκμής
ἀνδρόκμητος
ἀνδροκόβαλος
ἀνδροκογχυλευτής
ἀνδροκοιτέω
ἀνδροκόνος
ἀνδροκόρινθος
ἀνδροκτασία
View word page
ἀνδροκάς
ἀνδροκ-άς
,
A).
=
ἀνδρακάς
(B),
Hsch.
:
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
ἀνδροκάς
Headword (normalized):
ἀνδροκάς
Headword (normalized/stripped):
ανδροκας
IDX:
7981
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-7982
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἀνδροκ-άς</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> = <span class="ref greek">ἀνδρακάς</span> (B), <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span></span>:</div> </div><br><br>'}