Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

παροχετεύω
παροχεύομαι
παροχεύς
παροχή
παρόχιον
παροχλέω
πάροχος
πάροχος
παροψάομαι
παρόψημα
παροψίδιον
παροψίς
παροψωνέω
παροψώνημα
παρόω
Πάρπαρος
παρπεπιθών
παρρησία
παρρησιάζομαι
παρρησιαστής
παρρησιαστικός
View word page
παροψίδιον
παροψ-ίδιον, τό, Dim. of sq., PGiss. 77.13 (ii A. D.).


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
παροψίδιον
Headword (normalized):
παροψίδιον
Headword (normalized/stripped):
παροψιδιον
IDX:
79814
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-79815
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">παροψ-ίδιον</span>, <span class="gen greek">τό</span>, Dim. of sq., <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">PGiss.</span> 77.13 </span> (ii A. D.).</div><br><br>'}