Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

πάρουλος
παρουλότριχος
πάρουρος
πάρουρος
παρουσία
παρουσιάζω
παροφθαλμιστής
παροχέομαι
παροχέτευσις
παροχετευτέον
παροχετευτικός
παροχετεύω
παροχεύομαι
παροχεύς
παροχή
παρόχιον
παροχλέω
πάροχος
πάροχος
παροψάομαι
παρόψημα
View word page
παροχετευτικός
παροχετ-ευτικός, , όν,
A). by diversion, opp. ἀντισπαστικός, Gal. 10.641 .


ShortDef

by diversion

Debugging

Headword:
παροχετευτικός
Headword (normalized):
παροχετευτικός
Headword (normalized/stripped):
παροχετευτικος
IDX:
79803
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-79804
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">παροχετ-ευτικός</span>, <span class="itype greek">ή</span>, <span class="itype greek">όν</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">by diversion</span>, opp. <span class="foreign greek">ἀντισπαστικός</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Gal.</span> 10.641 </span>.</div> </div><br><br>'}