ἄγος
ἄγος (A), [ᾰ], εος, τό,
A). any matter of religious awe:
1). pollution, guilt, ἐν τῷ ἄγεϊ ἐνέχεσθαι ; 6.56 ἄ. ἐκθύσασθαι 6.91 ; ἄ .. . κεκτήσεται θεῶν Th. 1022 ; ἄ. αἱμάτων ἀρέσθαι Eu. 168 , cf. AP 7.268 (Plato); ἄ. φυλάσσεσθαι Supp. 375 ; φεύγειν Ant. 256 ; ὅθεν τὸ ἄ. συνέβη τοῖς Συβαρίταις Pol. 1303a30 ; ἄ. ἀφοσιώσασθαι Cam. 18 : in concrete sense, the person or thing accursed, OT 1426 ; ἄ. ἐλαύνειν, = ἀγηλατεῖν , . 1.126
3). ἄγεα· τεμένεα, and ἀγέεσσι· τεμένεσι, ; ἄγη· τὰ μυστήρια, AB 212 .(ἅγος (= τὸ καθαρόν, σέβασμα) postulated by Gramm. (cf. ἅγιος ἐκ τοῦ ἅγος γέγονεν Et.Gud.) is not found, unless ἄγος 3 be a dialectic form.)