Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

παρόρνυμι
παρορύσσω
παρορφνιδωτός
παρορχέομαι
πάρος
Πάρος
πᾶρος
παρόσον
παροσφραίνω
παροτρυντικός
παρούα
παρουάτιος
παρουλίς
πάρουλος
παρουλότριχος
πάρουρος
πάρουρος
παρουσία
παρουσιάζω
παροφθαλμιστής
παροχέομαι
View word page
παρούα
παρούα, παρούας,
A). v. παρείας .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
παρούα
Headword (normalized):
παρούα
Headword (normalized/stripped):
παρουα
IDX:
79790
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-79791
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">παρούα</span>, <span class="orth greek">παρούας</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">παρείας</span> .</div> </div><br><br>'}