Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
παρορμητικός
παρορμίζω
παρορμιστέον
πάρορνις
παρόρνυμι
παρορύσσω
παρορφνιδωτός
παρορχέομαι
πάρος
Πάρος
πᾶρος
παρόσον
παροσφραίνω
παροτρυντικός
παρούα
παρουάτιος
παρουλίς
πάρουλος
παρουλότριχος
πάρουρος
πάρουρος
View word page
πᾶρος
πᾶρος
,
τό
, Aeol. for
πῆρος
.
ShortDef
(Dor.) loss of strength > πῆρος
Debugging
Headword:
πᾶρος
Headword (normalized):
πᾶρος
Headword (normalized/stripped):
παρος
IDX:
79786
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-79787
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">πᾶρος</span>, <span class="gen greek">τό</span>, Aeol. for <span class="foreign greek">πῆρος</span>.</div><br><br>'}