παρόριος
παρόριος,
A). v. παρόρειος .
II). (ὅρος) on the border or edge, : c. dat., 2.366b τῇ Αἰθιοπίᾳ bordering on, OGI 168.57 (Syene, ii B.C.).
III). (ὅρος) παρόρια,, boundaries, τῆς πόλεως POxy. 1475.22 (iii A. D.).