Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
παροπαιδία
παροπλίζω
παροπλισμός
παροπτάω
παροπτέος
παρόπτησις
πάροπτος
παρόραμα
παρόρασις
παρορατέον
παρορατικός
παροράω
παροργίζω
παρόργισμα
παροργισμός
παρορέγω
παρόρειος
παρορέω
παρόρθιος
παρορία
παρορίζω
View word page
παρορατικός
παρορ-ᾱτικός
,
ή
,
όν
,
A).
apt to overlook
,
τοῦ συμφέροντος
Plu.
2.716b
.
ShortDef
apt to overlook
Debugging
Headword:
παρορατικός
Headword (normalized):
παρορατικός
Headword (normalized/stripped):
παρορατικος
IDX:
79755
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-79756
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">παρορ-ᾱτικός</span>, <span class="itype greek">ή</span>, <span class="itype greek">όν</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">apt to overlook</span>, <span class="quote greek">τοῦ συμφέροντος</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Plu.</span> 2.716b </span> .</div> </div><br><br>'}