Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
παροξίς
παροξυντέον
παροξυντής
παροξυντικός
παροξύνω
πάροξυς
παροξυσμός
παροξυτονέω
παροξυτονητέον
παροξύτονος
παροπαιδία
παροπλίζω
παροπλισμός
παροπτάω
παροπτέος
παρόπτησις
πάροπτος
παρόραμα
παρόρασις
παρορατέον
παρορατικός
View word page
παροπαιδία
παροπαιδία
:
εἶδός τι πήρας
,
Hsch.
;
παροπαίδιον
:
μικρὰ μάχαιρα
, Id.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
παροπαιδία
Headword (normalized):
παροπαιδία
Headword (normalized/stripped):
παροπαιδια
IDX:
79745
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-79746
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">παροπαιδία</span>: <span class="foreign greek">εἶδός τι πήρας</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span></span>; <span class="orth greek">παροπαίδιον</span>: <span class="foreign greek">μικρὰ μάχαιρα</span>, Id.</div><br><br>'}