Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

παρομολογέω
παρομολογία
παρόμφημα
παρονειδίζω
παρονομάζω
παρονομασία
παρονοματοποιέω
παροξίζω
παροξίς
παροξυντέον
παροξυντής
παροξυντικός
παροξύνω
πάροξυς
παροξυσμός
παροξυτονέω
παροξυτονητέον
παροξύτονος
παροπαιδία
παροπλίζω
παροπλισμός
View word page
παροξυντής
παροξ-υντής, οῦ, ,
A). stimulator : hence οἱ τρεφόμενοι ὑπὸ τῶν ἑτ αίρων ὡς ἂν δὴ ἐρασταί, Hsch.


ShortDef

stimulator

Debugging

Headword:
παροξυντής
Headword (normalized):
παροξυντής
Headword (normalized/stripped):
παροξυντης
IDX:
79737
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-79738
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">παροξ-υντής</span>, <span class="itype greek">οῦ</span>, <span class="gen greek">ὁ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">stimulator</span> : hence <span class="foreign greek">οἱ τρεφόμενοι ὑπὸ τῶν ἑτ αίρων ὡς ἂν δὴ ἐρασταί</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div> </div><br><br>'}