Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

παρομοιόω
παρομοίωσις
παρομολογέω
παρομολογία
παρόμφημα
παρονειδίζω
παρονομάζω
παρονομασία
παρονοματοποιέω
παροξίζω
παροξίς
παροξυντέον
παροξυντής
παροξυντικός
παροξύνω
πάροξυς
παροξυσμός
παροξυτονέω
παροξυτονητέον
παροξύτονος
παροπαιδία
View word page
παροξίς
παροξ-ίς, ίδος, , a measure, = 1 1 / 2 κεράτια, Gal. 19.764 .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
παροξίς
Headword (normalized):
παροξίς
Headword (normalized/stripped):
παροξις
IDX:
79735
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-79736
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">παροξ-ίς</span>, <span class="itype greek">ίδος</span>, <span class="gen greek">ἡ</span>, a measure, = <span class="bibl"> 1 </span> <span class="bibl"> 1 </span>/<span class="bibl"> 2 </span> <span class="foreign greek">κεράτια</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Gal.</span> 19.764 </span>.</div><br><br>'}