Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

παρόμοιος
παρομοιόω
παρομοίωσις
παρομολογέω
παρομολογία
παρόμφημα
παρονειδίζω
παρονομάζω
παρονομασία
παρονοματοποιέω
παροξίζω
παροξίς
παροξυντέον
παροξυντής
παροξυντικός
παροξύνω
πάροξυς
παροξυσμός
παροξυτονέω
παροξυτονητέον
παροξύτονος
View word page
παροξίζω
παροξ-ίζω,
A). have a somewhat sharp smell, Dsc. 1.19 .


ShortDef

have a somewhat sharp smell

Debugging

Headword:
παροξίζω
Headword (normalized):
παροξίζω
Headword (normalized/stripped):
παροξιζω
IDX:
79734
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-79735
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">παροξ-ίζω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">have a somewhat sharp smell</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Dsc.</span> 1.19 </span>.</div> </div><br><br>'}