Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

παρομοιάζω
παρόμοιος
παρομοιόω
παρομοίωσις
παρομολογέω
παρομολογία
παρόμφημα
παρονειδίζω
παρονομάζω
παρονομασία
παρονοματοποιέω
παροξίζω
παροξίς
παροξυντέον
παροξυντής
παροξυντικός
παροξύνω
πάροξυς
παροξυσμός
παροξυτονέω
παροξυτονητέον
View word page
παρονοματοποιέω
παρονομ-ᾰτοποιέω,
A). form a derivative name, Demetr.Lac. Herc. 1014.56 .


ShortDef

form a derivative name

Debugging

Headword:
παρονοματοποιέω
Headword (normalized):
παρονοματοποιέω
Headword (normalized/stripped):
παρονοματοποιεω
IDX:
79733
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-79734
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">παρονομ-ᾰτοποιέω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">form a derivative name</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Demetr.Lac.</span> <span class="title" style="font-style: italic;">Herc.</span> 1014.56 </span>.</div> </div><br><br>'}