παρονομάζω
παρονομ-άζω,
A). call with a slight change of name, :— Pass., 13.1.45 have one's name slightly changed, ; 6.1.15 Ἀκτικὴν τὴν νῦν Ἀττικὴν παρονομασθεῖσαν . 9.1.3
2). form a derived name, τὰ μὲν καινὰ ἔθεσαν, τὰ δὲ παρωνόμασαν , cf. 11.11.5 Eloc. 97 :— Pass., to be named after, παρωνομασμένον ἀπό τινος , cf. 2.4 ; 11.2.15 to be derived, ἔκ τινος Cic. 17 ; παρά τι Adv. 148.11 ; ἔν τισι Pron. 3.17 ; ἀπό τινος ; but 6.1.9 διὰ τὸ παρωνομάσθαι because of the employment of παρονομασία 11.2 , Id. 2.5 .
II). τῇ Τύχῃ τὴν ἀνδρείαν παρωνόμασεν added the epithet 'virilis' to 'Fortuna', . 2.318f