Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
παρόλκημα
πάρολκος
παρόλου
παρομαρτέω
παρομοιάζω
παρόμοιος
παρομοιόω
παρομοίωσις
παρομολογέω
παρομολογία
παρόμφημα
παρονειδίζω
παρονομάζω
παρονομασία
παρονοματοποιέω
παροξίζω
παροξίς
παροξυντέον
παροξυντής
παροξυντικός
παροξύνω
View word page
παρόμφημα
παρόμφημα
,
ατυς
,
τό
, (ὀμφἤ
A).
=
παρωνυμίασμα
,
Hsch.
(-
ώμφ
-cod.).
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
παρόμφημα
Headword (normalized):
παρόμφημα
Headword (normalized/stripped):
παρομφημα
IDX:
79729
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-79730
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">παρόμφημα</span>, <span class="itype greek">ατυς</span>, <span class="gen greek">τό</span> <span class="foreign greek">, (ὀμφἤ</span> <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> = <span class="ref greek">παρωνυμίασμα</span> , <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span></span>(-<span class="itype greek">ώμφ</span>-cod.).</div> </div><br><br>'}